μουαρέ

μουαρέ
και μουάρ, το
άκλ.
1. είδος υφάσματος, συνήθως μεταξωτού, με στιλπνή και κυματοειδή όψη
2. (τυπογρφ.) κακή εκτύπωση που έχει ως αποτέλεσμα οπτικά λεκιασμένη κατά τόπους εικόνα
3. φρ. «σχήμα μουαρέ»
φυσ. το γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει όταν ένα σύνολο από ευθείες ή καμπύλες γραμμές υπερκαλύπτεται από ένα άλλο σύνολο τέτοιων γραμμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moire < αγγλ. mohair < αγγλ. mocayare (με παρετυμολ. επίδραση τής λ. hair) < ιταλ. mocaiarro < αραβ. mukhayyar «επιλογή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”